ροδαλός

ροδαλός
η , ό[ν] розовый, румяный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ροδαλός" в других словарях:

  • ροδαλός — ή, ό / ῥοδαλός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, που το χρώμα του μοιάζει με τού ρόδου, τριανταφυλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + επίθημα αλός (πρβλ. ομ αλός)] …   Dictionary of Greek

  • ροδαλός — ή, ό ροδοκόκκινος: Ένα ροδαλό αγόρι στεκόταν μπροστά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥοδαλόν — ῥοδαλός masc acc sg ῥοδαλός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδαλῇσιν — ῥοδαλός fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκινοδροσάτος — κοκκινοδροσάτος, η, ο(ν) (Μ) ροδαλός και δροσερός …   Dictionary of Greek

  • πυρράκης — ὁ, ΜΑ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «πυρράκης, ξανθὸς καὶ πυρράκων ὁμοίως» 2. κοκκινωπός, ροδαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + επίθημα άκης (πρβλ. μανδ άκης)] …   Dictionary of Greek

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»